- κηρυγμάτων
- κήρυγμαthat which is cried by a heraldneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Сугубая ектения — получила свое название как от двукратного, усугубленного обращения в начале ектении к милосердию Божию о помиловании, так и от троекратного пения молитвы Господи, помилуй . В греческих богослужебных книгах название ектения принадлежит одной… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ησύχιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Η. ο Αλεξανδρεύς (5ος αι. μ.Χ.) Λεξικογράφος. Συνέταξε μέγα ελληνικό Λεξικόν, τοπλουσιότερο από όσα περισώθηκαν από την αρχαιότητα. Η αξία του έγκειται στην ερμηνεία των λέξεων, με αναφορά στα αρχαία ελληνικά… … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek
Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… … Dictionary of Greek
Θεοτόκης, Νικηφόρος — (Κέρκυρα 1731 – Μόσχα 1800). Διδάσκαλος του Γένους. Σπούδασε στην πατρίδα του και συνέχισε στο πανεπιστήμιο της Μπολόνια και ίσως της Πάντοβα, όπου επιδόθηκε κυρίως στη μελέτη της φιλοσοφίας και των φυσικομαθηματικών επιστημών. Δίδαξε κατόπιν σε… … Dictionary of Greek
Θρησκευτικοί πόλεμοι — Σειρά μακροχρόνιων πολέμων που αναστάτωσαν την Ευρώπη κατά τον 16ο και 17ο αι., μετά τη θρησκευτική μεταρρύθμιση. Ως πρόδρομος των πολέμων αυτών, μεταξύ 1419 και 1436, μπορεί να θεωρηθεί ο πόλεμος εναντίον των Ουσιτών της Βοημίας, δηλαδή εναντίον … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Λετονία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης, στη χερσόνησο της Βαλτικής. Συνορεύει στα Β με την Εσθονία, στα Α με τη Ρωσία και στα Ν με τη Λευκορωσία και τη Λιθουανία, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Βαλτική θάλασσα και στα Β από τον κόλπο της Ρίγα, έναν… … Dictionary of Greek
Νέζβαλ, Βίτεσλαβ — (Viteslav Nezval, Μπισκουποβίτσε, Τρέμπιτς 1900 – Πράγα 1958). Τσέχος ποιητής. Ευαίσθητος δέκτης των κηρυγμάτων της πρωτοποριακής λογοτεχνίας, από τον Απολινέρ έως τον Μαγιακόφσκι, εξύμνησε τη χαρά της ζωής στις πρώτες του συλλογές Η γέφυρα… … Dictionary of Greek
Ρέι, Μικολάι — (Rey, 1505 – 1569). Πολωνός συγγραφέας της εποχής της Αναγέννησης. Από τα σημαντικότερα έργα του είναι η Σύντομη συζήτηση ανάμεσα σε τρία πρόσωπα, έναν τσιφλικά, έναν επιστάτη, έναν ιερέα (1543). Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα έργα του Έμπορος… … Dictionary of Greek